- συνερισιά
- η , συνέρισμα τό1) обида; 2) соперничество;
με συνερισιά — соперничая;
3) спор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με συνερισιά — соперничая;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνερισιά — συνερισιά, η και συνορισιά, η και συνέριο, το το να συνερίζεται κάποιος έναν άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνερισιά — και συνορισιά, η, Ν [συνερίζομαι] ξεσυνερισιά, διάθεση για αντιδικία με κάποιον … Dictionary of Greek
συνέριο — και συνόριο, το, Ν συνερισιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από συνερίζομαι] … Dictionary of Greek
συνέρισμα — και συνόρισμα, το, Ν [συνερίζομαι] η συνερισιά … Dictionary of Greek
συνορισιά — η, Ν βλ. συνερισιά … Dictionary of Greek
συνέρισμα — το συνερισιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)